- συναναγάλλω
- Μχαροποιώ κι εγώ κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀνά + ἀγάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναναγαλλίασις — άσεως, ἡ, Μ συμμετοχή στην αγαλλίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναναγάλλω + κατάλ. ίασις (< ρ. σε ιῶ)] … Dictionary of Greek